Σου το είπα και δε με πίστευες. Ξεμείναμε από αγκαλιές. Αδειάσανε τα ντουλάπια, έρημα έμειναν χωρίς δυο χέρια να κουμπώνουν στο σώμα μας. Και μέχρι να πεταχτείς στο σούπερ μάρκετ τα χέρια κολλημένα θα μείνουν, στο πλάι του σώματός μας, σαν ξεχαρβαλωμένα καλώδια κάποιας παλιάς οικοδομής. Σπασμένα φτερά. Και μεις ξελιγωμένοι για μια αγκαλιά θα μετράμε το δεκαπενθήμερο, τι να σου πρωτοφτάσει κι αυτό, ποια ανάγκη να πρωτοκαλύψει;
Σε αυτή την άβολη στιγμή που έχουν μείνει χέρια ξεριζωμένα από τους ώμους και σώματα να λαχταρούν μια επαφή θυμήθηκα εκείνη την ημέρα που κατηφορίσαμε στη θάλασσα. Έβραζε ο τόπος, η άμμος έκαιγε και ο ήλιος πυράκτωνε τους αμφιβληστροειδείς μας έτσι και τύχαινε και ρίχναμε βλέμμα πάνω του αλλά οι σταγόνες του νερού ανακούφιζαν κάπως το δέρμα από αυτή την καλοκαιρινή πυρκαγιά. Στρώσαμε πετσέτες και ανοίξαμε ομπρέλα για μια σκιά κατασκευασμένη από το πουθενά. Τσάκισες τη σελίδα του βιβλίου που έβγαλες από την ψάθινη τσάντα σαν υπενθύμιση της αναβολής σου και περπάτησες στην αναμμένη άμμο όσο πιο γρήγορα μπορούσες μέχρι να φτάσεις στο νερό, να βουτήξεις τα πόδια μέχρι τα γόνατα, να πεις “έλα, είναι τέλεια” και μετά να χαθείς κάτω του, να σε ρουφήξει ο βυθός και να σε ξεβράσει μία τεράστια φάλαινα.
Εγώ καθόμουν έξω, απλώνοντας αντηλιακό σε κάθε μου εκατοστό. Μην τυχόν και ξεφύγει τίποτα. Κρύφτηκα από τον κόσμο με τεράστια μαύρα γυαλιά, όταν δεν σε βλέπουν στα μάτια και δεν τους βλέπεις κι εσύ, δεν υπάρχεις, ούτε αυτοί ούτε εσύ. Πέρασαν δεν πέρασαν 15 λεπτά και τότε φάνηκες να αναδύεσαι, βρεγμένος, ευτυχισμένος, παιδί που χορεύει στον πλακούντα. Ήρθες από πάνω μου και με έλουσες με σταγονίτσες δροσερές και ακτίνες φωτός που πότε τις έκρυβες και πότε τις άφηνες να διαπερνούν την ομπρέλα. Βάλθηκα να πιστεύω πως η ευτυχία είναι σαν μία από τις σταγόνες που κυλούσαν και ανατρίχιαζαν το δέρμα μου, έτσι όπως σωριάζονταν πάνω του, κυλούσαν μέχρι να εξατμιστούν και να χαθούν για πάντα ή να ανακατευτούν με λίγη άμμο και να δημιουργήσουν ένα νέο χάρτη...
Λίγο αργότερα πήγαμε για ψαράκι και λιώσαμε στα ούζα και στις αλοιφές, σε κατακόκκινες ντομάτες και βραστά λαχανικά. Και τα χείλη έτσουζαν από τα φιλιά και την αλμύρα, το αλκοόλ και την τυροκαυτερή. Ήταν ωραία. Τίποτα δεν μας ένοιαζε, τίποτε δεν σκεφτόμασταν, δεν υπήρχε αύριο, δεν υπήρχε πρωινό ξύπνημα, δεν υπήρχε να διεκπεραιώσεις άμεσα κάτι, παρά μονάχα να κάτσεις και να πιεις και να γεμίσεις με αγκαλιές: στους ώμους, στη μέση, στο αυχένα, σε όλο το κορμί, αγκαλιές αυθόρμητες και γελαστές, αγκαλιές χωρίς φόβους, αγωνίες, άγχη. Ήμασταν ικανοί να στριμώξουμε μία ολόκληρη μέρα σε μία μόνο αγκαλιά.
Και τώρα, δέκα χρόνια μετά, με το χαρτί της ΔΕΗ στο ένα χέρι και τη λίστα του σούπερ μάρκετ στο άλλο έχεις τη δικαιολογία έτοιμη. Δεν ζήτησα τίποτα, δεν ξέρω αν το κατάλαβες αυτό, απλώς έκανα αυτή τη θλιβερή διαπίστωση ότι ξεμείναμε από αγκαλιές. Και αυτό που με αναστατώνει είναι που τα χέρια μας αμφιβάλουν πια για τα αυτονόητα.