Αρκετά χρόνια πριν, προτού ακόμη αλλάξω δέρμα και μεταλλαχτώ σε αυτό που είμαι σήμερα, τότε που οι μέρες μας ήταν ανύποπτες, οι ώρες ξεγελούσαν τους ήλιους και οι νύχτες ήρεμες, χωρίς δράκους στα όνειρά μας, γέλια, άνθρωποι, ανοιχτές πλατείες, μεγάλη παραλία, κόλπος - θάλασσα, σχολείο, φροντιστήρια, εκμυστηρεύσεις, κουβέντες, αναπόφευκτη ντροπή, βροχή, σύννεφα, πεζοδρόμια, μία πόλη ολόκληρη σε διαρκή κίνηση μέσω ακινησίας, ένας ανύπαρκτος χρόνος τότε, άγνωστος -αμείλικτος τώρα – τότε, λοιπόν, γνώρισα την Έφη.
Εδώ θα μπορούσαν να πέσουν και υπότιτλοι για μια φιλία που εξελίχτηκε στο χρόνο, αποτυχίες, επιτυχίες, επιλογές, πανεπιστήμια, σχολές, νυφικά που αλλάξαν χέρια, γάμοι που έφτασαν στο “τετέλεσται”, μερικοί είχαν τελειώσει πριν κάν αρχίσουν, κυήσεις, γεννήσεις, καθημερινοί θάνατοι, δύσκολες αναστάσεις, επιβεβλημένες κρίσεις, βασανιστικές πικρίες, απελπισμένες δουλειές, σακατεμένες ευθύνες, ξανά επιλογές, ξανά από την αρχή, ταξίδια σε μεσοδιαστήματα, διαδρομές ελαττωματικές που επιδιορθώθηκαν όπως - όπως και με ό,τι είχε απομείνει, με όποια αυθαιρεσία μπορούσε να διορθωθεί, να αλλάξει και να λειτουργεί ξανά....
Οι ζωές μας έτρεχαν κατοστάρι και η μία προσπερνούσε την άλλη δίνοντας όλη την ενέργεια στη δική της διαδρομή, αψηφώντας μερικές φορές τη διαδρομή της άλλης, αγνοώντας τη άθελά της ίσως. Αυτή, βρε παιδί μου, αυτή η ρουτίνα που καταβρόχθιζε τα πάντα με αγριότητα και κατάπινε μεμιάς τις στιγμές μας, αυτή έφταιγε. Μέχρι να πεις “αχ” ολόκληρες αλλάζαμε, από την κορφή ως τα νύχια.
Μία -ακόμη μία - απώλεια ήταν η αφορμή να κάνω ένα flashback σε ένα τοπίο με ομίχλη. Σε όλα αυτά, σε όλα εκείνα που μας έφεραν εδώ, “στου δρόμου τα μισά”. Και τότε παρατήρησα πως το στόμα μου έχει μία περίεργη μεταλλική γεύση: δεν γνωρίζω τους στενούς μου φίλους τόσο καλά όσο ήθελα να πιστεύω και ντρέπομαι γι' αυτό. Να φανταστείς ότι ακόμη και το επίθετο “στενούς” πιστεύω ότι δεν τους αρμόζει, μου φαίνεται σα βρισιά, κάτι που μπορεί να πνίξει τον άλλον, να του γίνει κορσές...
Αυτό το πισωγύρισμα είναι σαν ένα υστερόγραφο. Ένα ανεπίδοτο γράμμα. Γιατί μπορώ να σε καταλάβω, να σε αισθανθώ, να σε νιώσω αλλά ξέρεις κάτι, κι είναι πολύ γελοίο, ποτέ δεν συγκράτησα αν πίνεις καφέ και πως, ποιο χρώμα σου αρέσει πιο πολύ, ποιο ποίημα, ποια φράση, ποια εικόνα σε αντιπροσωπεύει, ποια είναι η αγαπημένη σου γεύση, τι ονειρεύεσαι τα βράδια.... (Ακόμη κι όταν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν ονειρεύεσαι, το όνειρο πάντα τρυπώνει, βρίσκει την ευκαιρία από τη χαραμάδα που αφήνεις και τρυπώνει μέσα σου, δεν σε καταλαμβάνει, μπορεί να είναι μικρό, αδύναμο ή τόσο δυνατό που το αφήνεις έξω, μη τυχόν και σε παρασύρει και δεν ξέρεις πως να το χειριστείς και χάσεις τον έλεγχο).
Θα μου πεις ότι αυτό δεν είναι σημαντικό σε μια φιλία απεριόριστης διαδρομής και με one way ticket. Θα σου πω ότι συμφωνώ. Αλλά να, σήμερα ξαφνικά αναρωτήθηκα πώς πίνεις τον καφέ σου και δεν ήμουν βέβαιη: πολύ ζάχαρη ή μόνο τσάι; Βάζεις γάλα ή προτιμάς τη σοκολάτα; Νιώθω φτωχή για τις ελλείψεις μου αλλά η δεύτερή μου σκέψη είναι ότι ποτέ δε έχω νιώσει τόσο πλούσια όσο κάθε φορά που σε βρίσκω, λίγο πιο πάνω από εκεί που σε αφήνω. Κι ας μην το βλέπεις. Δεν το βλέπουν καλά όσοι είναι μέσα. Οι απέξω βλέπουν καλύτερα, γιατί έχουν την ιδανική απόσταση.